- πανσπερμικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πανσπερμία: Η πανσπερμική θεωρία για τη ζωή δεν έχει πολλούς οπαδούς σήμερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανσπερμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πανσπερμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανσπερμία. Η λ., στον πληθ. πανσπερμικοί, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek